- ἀστραπή
- 796 ἀστραπή{сущ., 9}молния.Ссылки: Мф. 24:27; 28:3; Лк. 10:18; 11:36; 17:24; Откр. 4:5; 8:5; 11:19; 16:18.*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)